- σακίων
- σάκοςcoarse cloth of hairneut gen pl (doric)σακκίονsmall bagneut gen pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καναβάτσο — και κανναβάτσο και καν(ν)αβάτσι, το (Μ καν[ν]αβάτσο[ν]) χοντρό ύφασμα από λινάρι, βαμπάκι ή ίνες κάν(ν)αβης, καν(ν)αβιού το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή σακιών, ιστίων κ.λπ., καθώς και από τους ράπτες για την εσωτερική επένδυση ορισμένων… … Dictionary of Greek